- πανσοφία
- η [πάνσοφος]η κατοχή κάθε επιστητού, κάθε γνώσης, το να γνωρίζει κανείς τα πάντα, παντογνωσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
ενανθρώπηση — Η ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Ιησού, σύμφωνα με τη χριστιανική δογματική, που αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής πίστης, αλλά και τη βάση της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όταν έφτασε το… … Dictionary of Greek
παντογνωσία — η η ιδιότητα τού παντογνώστη, η πανσοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γνωσία (< γνώση). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θεοδικία — η 1. απόδειξη της αθωότητας ή της ενοχής ενός ανθρώπου που κατηγορείται για κάποιο έγκλημα, με θείο σημείο: Η θεοδικία εφαρμοζόταν πολύ στο μεσαίωνα. 2. (φιλοσ.), δικαίωση της πίστης στην πανσοφία, παντοδυναμία και δικαιοσύνη του Θεού μπροστά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)